μπλόφα

μπλόφα
η блеф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μπλόφα" в других словарях:

  • μπλόφα — η (λ. αγγλ.), επίδειξη ψεύτικης υπεροχής για να παραπλανηθεί ή να απειληθεί κάποιος: Μας ξεγέλασε με μπλόφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλόφα — η 1. τέχνασμα 2. λόγος ή ενέργεια που αποσκοπεί σε εξαπάτηση ή εκφοβισμό 3. επίδειξη ψεύτικης υπεροχής ή αλαζονείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bluff < γερμ. bluffen] …   Dictionary of Greek

  • μπλοφάρω — [μπλόφα] 1. (στο χαρτοπαίγνιο) προσπαθώ να εξαπατήσω τον αντίπαλο με τη δημιουργία τής εντύπωσης ότι έχω καλύτερο χαρτί από το δικό του 2. μεταχειρίζομαι απατηλό λόγο ή ψεύτικη ενέργεια ή, γενικά, τηρώ στάση τέτοια ώστε να εξαπατήσω ή να… …   Dictionary of Greek

  • μπλοφατζής — ο, θηλ. ού αυτός που μπλοφάρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλόφα + κατάλ. τζής (πρβλ. καβγα τζής] …   Dictionary of Greek

  • μπλοφάρω — (λ. αγγλ.), μπλόφαρα, κάνω μπλόφα (βλ. λ.): Φαινόταν ότι μπλόφαρε γι’ αυτό δεν ενέδωσα στον εκβιασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»